χαλινάρωμα

χαλινάρωμα
το, Ν [χαλιναρώνω]
1. η τοποθέτηση χαλινού στο άλογο
2. συγκράτηση, έλεγχος, αναχαίτιση, περιορισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλινάρωμα — το, ατος 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλιναρώνω, τοποθέτηση χαλινού. 2. συγκράτηση, σταμάτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”